- οικειότητα
- η (ΑΜ οἰκειότης, Α ιων. τ. οἰκηϊότης) [οικείος]ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή φιλία, φιλικές και εγκάρδιες σχέσειςνεοελλ.γνώση ενός αντικειμένου, εξοικείωσηαρχ.1. ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ προσώπων2. γαμική συμβίωση, γάμος3. προσαρμογή στη φύση ή στο περιβάλλον4. σύνθεση ή διαμόρφωση ιδεών5. (σχετικά με αφηρημένα πράγματα) σχέση συνάφειας («οἰκειότητος ἀλλήλων τῶν μαθημάτων καὶ τῆς τοῦ ὄντος φύσεως», Πλάτ.)6. γραμμ. (για λέξη ή για φράση) χρήση τής κυριολεκτικής σημασίας, σε αντιδιαστολή προς τη μεταφορά («τὰ μὲν μεταφοραῑς, τὰ δ' οἰκειότησιν ἄλλαις γνώριμα... μηχανησάμενος», Πλούτ.)7. στον πληθ. αἱ οἰκειότητεςφιλικές σχέσεις.
Dictionary of Greek. 2013.